Α |
|
αββάς
|
συριακή λέξη που σημαίνει πατέρας. Έτσι προσφώνησε ο Κύριος τον ουράνιο Πατέρα του. Ο ηγούμενος καθολικού μοναστηριού.
|
Αγία Τράπεζα |
τραπέζι που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
|
Αγία Σοφία |
μεγαλοπρεπής ναός στην Κωνσταντινούπολη. Κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και θεωρείται μεγάλο μνημείο του χριστιανισμού. Σήμερα έχει μετατραπεί από τους Τούρκους σε μουσείο.
|
αγιολόγιο |
κατάλογος με τα ονόματα των αγίων της Εκκλησίας.
|
άγκυρα |
βαρύ σιδερένιο όργανο που βυθίζεται στη θάλασσα όταν το πλοίο αράζει για να μην παρασύρεται από τα κύματα. Στην Εκκλησία συμβολίζει την ελπίδα.
|
αθλοφόρος |
αυτός που νικά σε έναν αγώνα και κατακτάει το έπαθλο.
|
Αλλάχ |
έτσι ονομάζουν το θεό οι μουσουλμάνοι.
|
αμαρτία |
κάθε λόγος, σκέψη ή πράξη που είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού (λάθος, σφάλμα).
|
άμβωνας |
εξέδρα επιβλητική μέσα στο ναό απέναντι από το δεσποτικό θρόνο, από όπου συνήθως διαβάζεται το Ευαγγέλιο και κηρύσσεται ο λόγος του Θεού.
|
ανεξιθρησκία |
ελευθερία των πολιτών να ακολουθούν όποια θρησκεία θέλουν.
|
Ανθενωτικοί |
οι αντίθετοι με την ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία.
|
αντιμήνσιο |
καθαγιασμένο τετράγωνο ύφασμα, αντικαθιστά εν ανάγκη την Αγία Τράπεζα.
|
αραβουργήματα |
διακοσμητικό σχέδιο αραβικής τέχνης.
|
άσκηση |
η εκγύμναση σώματος. Στην εκκλησιαστική, ζωή είναι ο πνευματικός αγώνας με νηστεία και συνεχή προσευχή.
|
αψίδα
|
τόξο, καμάρα, σχήμα τοξοειδές που δίνουν οι αρχιτέκτονες σε πολλά σημεία, εσωτερικά και εξωτερικά των ναών ή άλλων οικοδομημάτων.
|
Β |
|
βανδαλισμός
|
καταστροφή έργων τέχνης, που οφείλεται σε πολεμικές ενέργειες επιδρομέων αλλά και σε ιδεολογικό ή θρησκευτικό φανατισμό (η λέξη προέρχεται από καταστροφές έργων τέχνης που έκαναν οι Βάνδαλοι).
|
Βασιλειάδα
|
φιλανθρωπικό ίδρυμα που φτιάχτηκε από το Μέγα Βασίλειο, για να περιθάλπονται εκεί ασθενείς, φτωχοί και ορφανά παιδιά.
|
Βίβλος |
η Παλαιά Διαθήκη, (49 βιβλία) και η Καινή Διαθήκη (27 βιβλία), η Αγία Γραφή.
|
βυζαντινός ρυθμός
|
τύπος βυζαντινού ναού. Πρόκειται για τετραγωνικό κτίσμα, που είχε στο εσωτερικό του το σχήμα σταυρού και στην κορυφή τρούλο. |
Δ |
|
δαίμονας
|
ο διάβολος ή σατανάς, το πνεύμα του κακού. |
δεσπότης
|
τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έτσι ονομάζονταν οι ηγεμόνες της Ηπείρου και του Μιστρά. |
Δημήτρια
|
μεγάλη εμποροπανήγυρη που γινόταν στη Θεσσαλονίκη τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, προστάτη της πόλης. |
διάκονος
|
βαθμός από τον ανώτερο κλήρο. Είναι βοηθός του πρεσβύτερου και του επισκόπου στις ιερές ακολουθίες. |
διακοσμητική
|
η τέχνη της διακόσμησης των αντικειμένων ή των χώρων. |
διδαχή
|
η διδασκαλία, το κήρυγμα στην εκκλησία. |
Δικέφαλος αετός
|
έμβλημα του Βυζαντινού κράτους. Οι δύο κεφαλές συμβόλιζαν την εξουσία του Βυζαντίου σε Ανατολή και Δύση.
|
δισκοπότηρο
|
ιερό σκεύος της Εκκλησίας, το άγιο ποτήριο της Θείας Κοινωνίας μαζί με τον άγιο δίσκο. |
διωγμός
|
άδικη καταδίωξη. Ειδικά για τη ρωμαϊκή ιστορία με τη λέξη αυτή εννοούμε τα σκληρά μέτρα που εφάρμοσαν ορισμένοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κατά των πρώτων χριστιανών.
|
δούλος
|
ο άνθρωπος που είναι αφοσιωμένος στο Θεό και στο άγιο θέλημα του. Στη γλώσσα της Εκκλησίας δεν έχει καμιά σχέση με την έννοια σκλάβος.
|
δωδεκάορτο
|
το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια. |
Ε |
|
εγκράτεια
|
η συγκράτηση, η με μέτρο χρήση των υλικών απολαύσεων. |
εγωισμός
|
η προβολή του εαυτού μας και η αδιαφορία για τους άλλους. |
εικόνα
|
η αναπαράσταση πραγματικού ή φανταστικού αντικειμένου με πλαστικά μέσα. Το εικόνισμα αγίων προσώπων. |
εικονογραφημένα χειρόγραφα
|
χειρόγραφα που είχαν στο περιθώριο ζωγραφισμένες παραστάσεις. |
εικονολάτρης
|
ο πιστός που δεχόταν την προσκύνηση των εικόνων |
Εικονομαχία
|
η διαμάχη που προκλήθηκε στο Βυζάντιο γύρω από το θέμα της προσκύνησης των εικόνων. |
εικονομάχος
|
ο χριστιανός που ήταν αντίθετος με την προσκύνηση και την παρουσία των εικόνων στους ναούς. |
Ειρηνικά
|
ευχές της Εκκλησίας που εκφωνεί ο διάκονος ή ο ιερέας στη Θεία Λειτουργία και σε άλλες ακολουθίες, εκφράζουν διάφορα αιτήματα του ανθρώπου και περιέχουν τη φράση «εν ειρήνη».
|
εκχριστιανίζω |
κάνω κάποιον χριστιανό.
|
ελληνιστής
|
ο ασχολούμενος με την ελληνική γλώσσα και τη φιλολογία της. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών.
|
ενωτικοί
|
οι οπαδοί της ένωσης της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. |
εξισλαμίζω |
κάνω κάποιον μουσουλμάνο.
|
Εξομολόγηση
|
ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός αναγνωρίζει τα λάθη του και ζητά συγχώρεση από το Θεό.
|
έπαθλο |
βραβείο που δίνεται στο νικητή των αγώνων.
|
ερημίτης
|
αυτός που ζει μόνος στην ερημιά, και αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές. Ο ασκητής μοναχός. |
Ζ |
|
Ζηλωτές
|
είδος πολιτικού κόμματος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, που επιδίωκε περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. |
Θ |
|
θόλος
|
το εσωτερικό μέρος του τρούλου. |
θυμιατήρι
|
μικρό σκεύος όπου καίγεται το θυμίαμα (λιβάνι). |
-Ι- |
|
ιεραποστολή
|
επίσημη αποστολή από κληρικούς ή μοναχούς σε μη χριστιανικές χώρες, που σκοπό έχει τη διδασκαλία και τη διάδοση του Ευαγγελίου.
|
Ιερό Βήμα |
το ιερό των ναών, μέρος του ναού.
|
ικεσία |
θερμή παράκληση στο Θεό για βοήθεια. Προσευχή.
|
ισλάμ - ισλαμισμός
|
μουσουλμανισμός ή μωαμεθανισμός. Θρησκεία που ίδρυσε ο Μωάμεθ. Το σύνολο των λαών που πιστεύουν στο ισλάμ και ο πολιτισμός τους η θρησκεία των μουσουλμάνων.
|
ιχθύς
|
ψάρι, συμβολική παράσταση (απεικόνιση) του Χριστού στην περίοδο των διωγμών. Συμβολιζόταν και με την ακροστιχίδα Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. (Ιησούς, Χριστός, Θεού, Υιός, Σωτήρ).
|
Κ |
|
καλύμματα ιερά
|
υφασμάτινα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας.
|
κάρα
|
η κεφαλή, το κρανίο ενός αγίου λειψάνου.
|
κατακόμβη |
υπόγειο νεκροταφείο και οστεοθήκη των πρώτων χριστιανών, υπόγειος, σκοτεινός και απόκρυφος τόπος.
|
κηροπήγια
|
σκεύη όπου τοποθετούνται τα κεριά. Λέγονται και μανουάλια ή καντηλέρια.
|
κλίτος |
κάθε ένα από τα τρία ή πέντε κατά μήκος μέρη, διαιρέσεις των ναών.
|
κοινόβιο |
οργανωμένο σύστημα κοινής συμβίωσης στο μοναστήρι.
|
κοινοκτημοσύνη
|
κοινή κτήση και χρήση των υλικών αγαθών.
|
κοντάκιο
|
σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος. Κοντάρι, κυλινδρικό όπου τυλιγόταν ο πάπυρος των αρχαίων βιβλίων.
|
Κοράνι
|
το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων.
|
κυρίως ναός |
Το κύριο μέρος του ναού.
|
Λ |
|
λάβαρο |
είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Βυζαντινών.
|
λατινική κουκούλα
|
τριγωνικό κάλυμμα του κεφαλιού, χαρακτηριστικό στοιχείο ενδυμασίας καθολικών ιερωμένων.
|
Λατίνοι
|
έτσι ονομάστηκαν όσοι χριστιανοί ακολουθούσαν το καθολικό δόγμα.
|
λειτουργικά βιβλία
|
τα βιβλία της Εκκλησίας τα οποία περιέχουν όλα τα ιερά κείμενα, περικοπές, ύμνους κτλ. που εκφωνούνται, ή ψάλλονται στις Ιερές Ακολουθίες.
|
λείψανα αγίων
|
σώμα ή τα υπολείμματα από το σώμα των αγίων μετά την κοίμησή τους.
|
λιτανεία
|
θρησκευτική πομπή με περιφορά λαβάρων, εικόνων και αγίων λειψάνων κατά την οποία εκφωνούνται από τον ιερέα δεήσεις (ικεσίες) και ψάλλονται ύμνοι.
|
λόγχη
|
ιερό σκεύος, μικρό μαχαίρι σχήματος λόγχης, το οποίο χρησιμοποιεί ο ιερέας στην προσκομιδή.
|
Μ |
|
μαρτυρολόγιο
|
ιστορία του αγίου που μαρτύρησε. Βιβλίο που περιέχει τη ζωή των μαρτύρων της εκκλησίας.
|
μελωδός
|
ο λυρικός ποιητής και συνάμα συνθέτης της μουσικής στους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους. Ο τραγουδιστής.
|
Μεταμόρφωση του Σωτήρα
|
εμφάνιση της θείας δόξας και η φανέρωση του Κυρίου ενώπιον των τριών μαθητών του στο όρος Θαβώρ. Εορτάζεται στις 6 Αυγούστου.
|
μετρητάρι
|
μονάδα μετρήσεως με τη οποία γίνεται το μέτρημα διαφόρων μεγεθών (καρπών, υγρών κτλ).
|
μικρογραφία
|
ζωγραφική παράσταση στο περιθώριο χειρόγραφου βιβλίου.
|
μικροτεχνία
|
η τέχνη της κατασκευής μικρών καλλιτεχνικών αντικειμένων.
|
μουσική βυζαντινή
|
η εκκλησιαστική μουσική που γεννήθηκε στην περίοδο της πνευματικής ακμής του Βυζαντίου. Διατηρείται μέχρι σήμερα στη θεία λατρεία.
|
μυροβλήτης
|
λέγεται ο άγιος, όταν από τον τάφο ή από τα λείψανα του αναβλύζει μύρο (άρωμα).
|
Ν |
|
νάρθηκας |
ο πρόναος, η είσοδος του ναού.
|
νεομάρτυρας
|
μάρτυρας της χριστιανικής πίστης που μαρτύρησε επί τουρκοκρατίας.
|
νηστεία
|
αποχή από ορισμένες τροφές, που την έχει επιβάλει η Εκκλησία στους πιστούς σε καθορισμένες ημέρες του έτους.
|
Ξ |
|
ξυλογλυπτική
|
η τέχνη που απεικονίζει γλυπτές παραστάσεις επάνω στο ξύλο.
|
Ο |
|
οίνος
|
κρασί. Στην Εκκλησία, κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, λαμβάνεται μαζί με τον άρτο και μετουσιώνονται σε Αίμα (οίνος) και Σώμα (άρτος του Χριστού).
|
Ορθοδοξίας Κυριακή
|
η πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, οπότε η Εκκλησία εορτάζει την οριστική αναστήλωση των εικόνων και το τέλος της Εικονομαχίας.
|
όσιος
|
μοναχός, ο ασκητής, ο οποίος γίνεται άγιος.
|
Π |
|
Παράκλητος
|
το Πνεύμα το Άγιον.
|
παιδομάζωμα
|
αρπαγή των παιδιών των χριστιανών υποδούλων στους Τούρκους. Τα παιδιά στη συνέχεια εξισλαμίζονταν και γίνονταν γενίτσαροι, δηλαδή Τούρκοι πολεμιστές.
|
πανοπλία πιστού
|
η αγάπη, η πίστη και η ελπίδα στο Θεό.
|
Παντοκράτορας
|
ο Θεός που ως Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου κυριαρχεί εξουσιάζει και κυβερνάει όλη την κτίση του. Η παράσταση του Ιησού Χριστού στο εσωτερικό του τρούλου των ναών.
|
πάπυρος
|
είδος χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι, σκευαζόταν από το φυτό πάπυρος που φύεται Αίγυπτο.
|
πειρασμός
|
η πρόκληση επιθυμίας για κάτι κακό που προκαλείται από το πονηρό πνεύμα του σατανά.
|
περγαμηνή
|
κατεργασμένο δέρμα ζώου, που χρησίμευε ως γραφική ύλη. Η τεχνική αυτή είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Πέργαμο, από την οποία προήλθε και η ονομασία.
|
πλάκα |
μικρός
πίνακας όπου έγραφαν οι μαθητές με το κοντύλι.
|
πλάνη
|
λαθεμένη γνώμη για ένα θέμα. Η εσφαλμένη ερμηνεία και διδασκαλία του λόγου του Θεού.
|
Πλάστης
|
ο Θεός Δημιουργός που έπλασε το σύμπαν.
|
Πλατυτέρα |
εικόνα της Θεοτόκου Μαρίας, καθισμένης σε θρόνο με το θείο βρέφος στην αγκαλιά της, η οποία ζωγραφίζεται στο εσωτερικό της κεντρικής κόγχης του Αγίου Βήματος των ναών.
|
ποδέα
|
την κρεμάμε εμπρός και κάτω από τις εικόνες, ύφασμα.
|
πρόναος |
η είσοδος του ναού, ο νάρθηκας.
|
Πρωτομάστορας
|
ο αρχιτέκτονας, ο πρώτος μάστορας. Τίτλος που δόθηκε στο Θεό από τη λογοτεχνική δημιουργία.
|
Πρωτόγραμμα |
το αρχικό γράμμα κειμένου, μεγάλο σε μέγεθος και διακοσμημένο. Βρίσκεται κυρίως στα χειρόγραφα.
|
πτωχοκομείο
|
φιλανθρωπικό ίδρυμα, για την περίθαλψη των απόρων.
|
Ρ |
|
ρηγλί
|
ρήγλα (ραβδί), χάρακας, κανόνας (ρίγα).
|
ροτόντα
|
κυκλικό οικοδόμημα με θόλο και περίστυλο. Το κυκλικό τραπέζι.
|
Σ |
|
σαρακοστή
|
η περίοδος προετοιμασίας με νηστεία και προσευχή σαράντα ημερών που προηγείται των παθών και της ανάστασης του Κυρίου.
|
σημειογραφία
|
η παράσταση των μουσικών φθόγγων με σημεία.
|
σίτος
|
το σιτάρι.
|
σκεύος
|
ιερό, κάθε σκεύος που χρησιμοποιείται στις ιερές ακολουθίες των μυστηρίων της Εκκλησίας.
|
σολέας |
ένα από τα μέρη που χωρίζεται ο ναός.
|
Σταυροφορίες
|
εκστρατείες που οργανώθηκαν στη Δύση για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.
|
Συναξάρι
|
βιβλίο το οποίο περιέχει τη ζωή και το έργο των αγίων.
|
Σχίσμα
|
διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία.
|
Τ |
|
τέμπλο
|
το εικονοστάσι των ορθοδόξων ναών που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο ναό.
|
τζαμί
|
μουσουλμανικός ναός.
|
τίμιο ξύλο
|
το ξύλο από το σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Τεμάχια του σώζονται σε πολλές ιερές μονές.
|
Τίμιος Σταυρός
|
ο Σταυρός του Ιησού Χριστού.
|
τοιχογραφία
|
η τέχνη της ζωγραφική στον τοίχο. Ζωγραφιά στον τοίχο.
|
τρούλος
|
θολωτή στέγη που συναντάται συχνά στην αρχιτεκτονική των ιερών ναών.
|
Φ |
|
Φραγκιά
|
η Γαλλία και γενικά η Δυτική Ευρώπη.
|
φυλακτό
|
αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάσσει τον κάτοχο του από διάφορους κινδύνους.
|
Χ |
|
Χαιρετισμοί
|
σύνολο εκκλησιαστικών ύμνων με τους οποίους εγκωμιάζεται η Θεοτόκος. Ψάλλονται κατανυκτικά κάθε Παρασκευή κατά την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής πριν από το Πάσχα. Είναι ο Ακάθιστος Ύμνος.
|
χαλίφης
|
ο ηγέτης του χαλιφάτου, του θρησκευτικού δηλαδή κράτους των μουσουλμάνων.
|
χειρόγραφα
|
έγγραφα ή άλλα κείμενα γραμμένα με το χέρι.
|
χρυσοκεντητική
|
το κέντημα υφασμάτων με χρυσά νήματα.
|
Ψ |
|
ψάλτης
|
αυτός που ψάλλει στην Εκκλησία τους ύμνους.
|
Ω |
|
Ωραία πύλη |
η μεσαία πύλη, από τις τρεις, της εισόδου στο Ιερό Βήμα.
|
-